- κορμία
- κορμίονsmall logneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Elefthería Arvanitáki — Saltar a navegación, búsqueda Elefthería Arvanitáki Información personal Nombre real Ελευθερία Αρβανιτάκη Nacimiento 16 de octubre de 1958 … Wikipedia Español
κορμί — το (ΑM κορμίον, Μ και κορμί και κορμίν) σώμα, κυρίως ανθρώπινο, αλλά και ζώου νεοελλ. ο κορμός τού σώματος ανθρώπου ή και ζώου 2. παράστημα, κορμοστασιά 3. άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, ανθρώπινη υπόσταση (α. «από τα λόγια τα μορφα κορμί μεγάλον… … Dictionary of Greek
ξανοίγω — (Μ ξανοίγω) βλέπω, διακρίνω νεοελλ. 1. εκτείνω, εξαπλώνω 2. (σχετικά με μαλλί, νήμα, βαμβάκι) ανοίγω, απλώνω («ξάνοιξα τα μαλλιά να στεγνώσουν») 3. βλέπω, αντιλαμβάνομαι, εντοπίζω (α. «όπου στραφεί το μάτι σου ξανοίγει εδώ κορμιά, εκεί κορμιά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Arvanitaki — Eleftheria Arvanitaki (griechisch Ελευθερία Αρβανιτάκη; * 16. Oktober 1958 in Piräus) ist eine griechische Sängerin ikarischer Herkunft. Sie singt ausschließlich in griechischer Sprache und ihre Musik ist sehr stark von der traditionellen… … Deutsch Wikipedia
Eleftheria Arvanitaki — (griechisch Ελευθερία Αρβανιτάκη, * 16. Oktober 1957 in Piräus) ist eine griechische Sängerin ikarischer Herkunft. Sie singt ausschließlich in griechischer Sprache und ihre Musik ist sehr stark von der traditionellen griechischen Musik… … Deutsch Wikipedia
βραχοσύντριφτος — η, ο αυτός που έχει συντριβεί στους βράχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βράχος + συντρίβω. Η λ. στον πληθ. («βραχοσύντριφτα κορμιά») μαρτυρείται από το 1823 στον Διον. Σολωμό] … Dictionary of Greek
δειράδελφος — και δεράδελφος, ο τέρας με δύο κορμιά που χωρίζουν κάτω από τον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + αδελφός] … Dictionary of Greek
εξαπλωτός — και ξαπλωτός, ή, ό (Μ ἐξαπλωτός και ξαπλωτός, ή, όν) [εξαπλώνω] 1. απλωμένος, ξαπλωμένος 2. (για νεκρούς) ξαπλωμένος στη γη, ριγμένος καταγής («κορμιά εθώριες ξαπλωτά», Τζάν. Κρητ. πόλ.) … Dictionary of Greek
νεράιδα — Δαιμονικό, κατά κανόνα ωραίο, αγαθό, ή, κατά τις περιστάσεις, βλαπτικό ον της λαϊκής φαντασίας. Οι ν., που κλώθουν, υφαίνουν και τραγουδούν, έχουν ασυνήθεις δυνάμεις (γίνονται αόρατες, μεταμορφώνονται και μεταμορφώνουν), διευθύνουν την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek